περίγυρα

περίγυρα
(I)
Ν
επίρρ.
ολόγυρα, τριγύρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + γύρω + επιρρμ. κατάλ. -α].
————————
(II)
τὰ, Μ
1. τα περίχωρα
2. οι άνθρωποι τών περιχώρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + γύρος + κατάλ. -α (πρβλ. περίχωρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περίγυρα — επίρρ. τοπ., τριγύρω, γύρω γύρω, ολόγυρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”